εορτοδρομικός

εορτοδρομικός
-ή, -ό
αυτός που περιλαμβάνεται στο εορτοδρόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”